περίλυπος

περίλυπος
περίλυπος, ον (λύπη; Hippocr.; Isocr.; Aristot., EN 4, 7, 1124a, 16; Plut.; LXX) very sad, deeply grieved περίλυπον γενέσθαι (Isocr. 1, 42; Plut., Mor. 634c; Da 2:12) Mk 6:26; Lk 18:23; 1 Cl 4:4 (Gen 4:6). περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου (cp. Plut., Mor. 1101e; Ps 41:6, 12; 42:5) Mt 26:38; Mk 14:34 (JHéring, Cullmann Festschr. ’62, 64–69 [Gethsemane]). π. εἶναι περί τινος be very unhappy about someth. Hv 3, 10, 6 (here π. is further strengthened by λίαν).—DELG s.v. λύπη. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίλυπος — η, ο / περίλυπος, ον, ΝΜΑ βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά λυπος)] …   Dictionary of Greek

  • περίλυπος — η, ο ο εξαιρετικά λυπημένος, ο καταλυπημένος, ο μελαγχολικός: Είναι περίλυπος από τη συμπεριφορά των φίλων του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίλυπος — περίλῡπος , περίλυπος very sad masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίλυπον — περίλῡπον , περίλυπος very sad masc/fem acc sg περίλῡπον , περίλυπος very sad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • печаловати — ПЕЧАЛ|ОВАТИ (53), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Печалиться, горевать, скорбеть: Скорби о грѣсѣхъ. възды||хаи о съблазнѣхъ. печалѹи и о падении своѥмь да ѡчистишисѧ. Изб 1076, 12–12 об.; и много печаловаше игѹменъ ѥго ради. [брата] ведыи ˫ако въ мнозѣ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος …   Dictionary of Greek

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • βαρύθυμος — η, ο (AM βαρύθυμος, ον) αυτός που δεν αλλάζει εύκολα διάθεση νεοελλ. 1. σκυθρωπός, περίλυπος 2. οργισμένος …   Dictionary of Greek

  • βαρύλυπος — η, ο (Α βαρύλυπος, ον) βαριά λυπημένος, περίλυπος …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • καρδιαλγής — ές (Α καρδιαλγής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός 2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος αρχ. αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + αλγής (< ἄλγος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”